θαλασσώνω

θαλασσώνω
(Α θαλασσῶ, αττ. τ. θαλαττῶ, -όω) [θάλασσα]
1. κατακλύζω με θαλασσινό νερό μια περιοχή τής ακτής («Νεῖλος θαλασσώσας τὴν Αἴγυπτον», Ηλιόδ.)
2. καθελκύω στη θάλασσα, ρίχνω στη θάλασσα
νεοελλ.
1. πέφτω στη θάλασσα
2. προκαλώ αναστάτωση, φέρνω σύγχυση, μπερδεύω («όλο τά θαλασσώνει με τα μαθηματικά»)
αρχ.
1. μέσ. θαλασσοῦμαι, -όομαι
ταξιδεύω διά θαλάσσης, είμαι ναυτικός
2. παθ. α) (για νησί) περιβάλλομαι από θαλασσινό νερό
β) (για πλοίο) κατακλύζομαι από θαλασσινό νερό
γ) πλένομαι με θαλασσινό νερό
δ) (για κρασί) αναμιγνύομαι με θαλασσινό νερό («οἶνος τεθαλασσωμένος», Θεόφρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θαλασσώνω — [τα] θαλασσώνω, θαλάσσωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • θαλασσώνω — θαλάσσωσα, θαλασσώθηκα, θαλασσωμένος 1. δεν πετυχαίνω κάτι από αδεξιότητα: Τα θαλάσσωσες πάλι. – Ο γιος του τα θαλάσσωσε στην αριθμητική. 2. μπερδεύω: Θαλάσσωσε τα λόγια του από το μεθύσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αθαλάσσωτος — η, ο (Α αθαλάσσωτος, ον και ἀθαλάττωτος, ον) [θαλασσώνω] 1. ασυνήθιστος στη θάλασσα, μη θαλασσινός, στεριανός 2. αυτός που δεν περιέχει θαλασσινό νερό νεοελλ. 1. αυτός που δεν ρίχτηκε, που δεν έπεσε στη θάλασσα, δεν βράχηκε από θάλασσα 2. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

  • θαλάσσωμα — το 1. κατάδυση ή καθέλκυση στη θάλασσα 2. αναστάτωση, ακαταστασία 3. ζωολ. πολύχρωμο ψάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εστία από τον Δημήτρ. Γρηγ. Καμπούρογλου. Με τη σημασία 3 η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ …   Dictionary of Greek

  • θαλάσσωση — η (Α θαλάσσωσις) [θαλασσώνω] κατάκλυση παραθαλάσσιων εκτάσεων με θαλασσινό νερό νεοελλ. η καθέλκυση, η καταβύθιση στη θάλασσα …   Dictionary of Greek

  • θαλασσώ — θαλασςῶ, όω (Α) [θάλασσα] βλ. θαλασσώνω …   Dictionary of Greek

  • θαλαττώ — θαλαττῶ, όω (Α) (αττ. τ.) βλ. θαλασσώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαττα, αττ. τ. τού θάλασσα] …   Dictionary of Greek

  • μούσκεμα — το [μουσκεύω] 1. το να μουσκεύει κάποιος κάτι, βρέξιμο, διαπότιση, διαβροχή 2. φρ. α) «είμαι μούσκεμα» ή «γίνομαι μούσκεμα» βρέχομαι πάρα πολύ, μουσκεύομαι β) «τά κάνω μούσκεμα» αποτυγχάνω, τά θαλασσώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”